- μεταβολικός
- -ή, -ό (Α μεταβολικός, -ή -όν) [μεταβολή]νεοελλ.ο σχετικός με τον μεταβολισμό (α. «μεταβολική αντίδραση» β. «μεταβολική νόσος»)2. β) «βασικός μεταβολικός ρυθμός»βιολ. άλλη ονομασία τού βασικού μεταβολισμούαρχ.1. ευμετάβολος, ευμετάβλητος2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός3. ο διατεθειμένος για την ανταλλαγή, για το εμπόριο, ο εμπορικός («μεταβολικόν καπηλεῑον», Ηρακλ.)4. φρ. «μεταβολικά φωνήεντα» — τα φωνήεντα που είναι αμφίβολα κατά την ποσότητα, δηλαδή τα δίχρονα α, ι, υ.επίρρ...μεταβολικώς (Α)με μεταβολές, με αλλαγές, με ποικίλο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.